Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλβανισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλβανισμός ο [γalvanizmós] Ο17 : η ενέργεια του γαλβανίζω. || η χρησιμοποίηση του συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος για θεραπευτικούς σκοπούς.

[λόγ. < γαλλ. galvan(isme) -ισμός < ανθρωπων. Galvani (Ιταλός φυσικός) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες