Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλβανίζω [γalvanízo] -ομαι Ρ2.1 : με την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος, επικαλύπτω ένα μέταλλο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου: Γαλβανισμένος σίδηρος. Γαλβανισμένη λαμαρίνα.
[λόγ. < γαλλ. galvan(iser) -ίζω (δες στο γαλβανισμός)]