Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλατάδικο το [γalatáδiko] Ο41 : ειδικό κατάστημα, όπου πουλούν ή σερβίρουν κυρίως γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα· γαλακτοπωλείο.
[γαλατ(άς) -άδικο]