Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλαρία η [γalaría] Ο25 : 1α. υπόγεια στοά σε ορυχείο. β. τούνελ. 2. (οικ.) σε αίθουσα θεάτρου ή κινηματογράφου, προεξοχή, συνήθ. αμφιθεατρική, στο πίσω μέρος της πλατείας και σε ψηλότερο επίπεδο, που έχει φτηνότερο εισιτήριο· εξώστης: Aκούστηκαν αποδοκιμασίες από τη ~. || το σύνολο των θεατών που παρακολουθούν ένα θέαμα από τη γαλαρία και γενικά όσοι κάθονται στο πίσω μέρος ενός κλειστού χώρου, αίθουσας θεάτρου, κινηματογράφου, πούλμαν κτλ. και κάνουν θόρυβο και φασαρία. 3. στενός διάδρομος σε παλαιά οικοδομήματα σκεπασμένος με τζαμαρία.
[βεν. galaria]