Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλανός -ή -ό [γalanós] Ε1 : 1. που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα: ~ ουρανός. Γαλανή θάλασσα. Γαλανά νερά. 2. που έχει γαλανά μάτια (συνήθ. με λευκό δέρμα και ξανθά μαλλιά). || (ως ουσ.): Mια ξανθιά και γαλανή.
[ελνστ. καλλεανός (< κάλαϊς δες στο γαλάζιος) > μσν. *γαλεανός ( [k > γ] δες στο γαλάζιος) και αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.]