Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλανόλευκος -η -ο [γalanólefkos] Ε5 : που συνδυάζει τα χρώματα γαλάζιο και λευκό. || (ως ουσ.) η γαλανόλευκη, η ελληνική σημαία: Στο Λευκό Πύργο κυμάτιζε η γαλανόλευκη.
[λόγ. γαλανο- + λευκ(ός) -ος]