Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλακτόρροια η [γalaktória] Ο27 : (ιατρ.) αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς γυναίκας ή θηλαστικού ζώου.
[λόγ. < νλατ. galactorrhoea < galacto- = γαλακτο- + -rrhoea = -ρροια]