Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλακτοπαραγωγός -ός -ό [γalaktoparaγoγós] Ε16 : που παράγει γάλα: Γαλακτοπαραγωγά ζώα. || (ως ουσ.) ο γαλακτοπαραγωγός, αυτός που ασχολείται με την παραγωγή γάλακτος: Οι γαλακτοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για την τιμή του γάλακτος.
[λόγ. γαλακτο- + παραγωγός]