Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλακτομπούρεκο το [γalaktobúreko] & γαλατομπούρεκο το [γalatobú reko] Ο41 : σιροπιαστό γλυκό που γίνεται με φύλλα κρούστας και κρέμα από γάλα, σιμιγδάλι και αυγά. || (έκφρ.) είναι σαν ~, για κπ. που είναι άσπρος και αφράτος.
[γαλατο-: γαλατο- + μπουρέκ(ι) -ο· γαλακτο-: λόγ. επίδρ. κατά το λόγ. θ. γαλακτ- της λ. γάλα]