Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλακτικός -ή -ό [γalaktikós] Ε1 : που είναι σχετικός με το γάλα. || (χημ.) γαλακτική ζύμωση, μετατροπή σακχάρων σε γαλακτικό οξύ. γαλακτικό οξύ, οργανική ένωση που περιέχεται σε ορισμένους φυτικούς χυμούς, στο αίμα και στους ζωικούς ιστούς των ζώων και του ανθρώπου.
[λόγ. γαλακτ- (θ. του ουσ. γάλα) -ικός (πρβ. ελνστ. γαλακτικός `γαλατένιος΄)]