Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλακτερός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλακτερός -ή -ό [γalakterós] Ε1 : 1. που αποδίδει γάλα: Γαλακτερή αγελάδα, γαλατερή. 2. που περιέχει γάλα. || (ως ουσ.) τα γαλακτερά, τα παράγωγα του γάλακτος, ό,τι γίνεται με βάση το γάλα (τυρί, βούτυρο, γιαούρτι κτλ.): Ο γιατρός τού απαγόρεψε τα γαλακτερά. Tρέφεται μόνο με γαλακτερά. 3. (για φυτά) που έχει γαλακτώδη χυμό.

[λόγ. επίδρ. στη λ. γαλατερός (κατά το λόγ. θ. γαλακτ- της λ. γάλα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες