Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλαζοβαμμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που είναι βαμμένος με γαλάζιο χρώμα, γαλάζιος:
- παβιόνια … άσπρα, κόκκινα και γαλαζοβαμμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46818).
[<επίθ. γαλάζιος + μτχ. παρκ. του βάφω. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι βαμμένος με γαλάζιο χρώμα, γαλάζιος: