Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλαγγάν, άκλ.· γαλαγγάς.
-
- Το ρίζωμα των φυτών Αλπινία της γαλάγγης και Αλπινία η φαρμακευτική, ανατολικής προέλευσης, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή αρωμάτων και φαρμάκων:
- Το δικαίωμαν του γαλαγγά (Ασσίζ. 4909).
[<γαλλ. galanga <μεσν. λατ. galanga <αραβ. khalangān. Για τη λ. πβ. και μεσν. λατ. galingan (Du Cange, Lat., λ. galingar). Πβ. επίσης ουσ. ‑ά τον 6. αι. (DGE). Το αρσ. το 13. αι. (LBG, λ. ‑γκά η). Τ. ‑ά και το αρσ. στο Meursius. Για τη λ. βλ. και LBG, ό.π.]
- Το ρίζωμα των φυτών Αλπινία της γαλάγγης και Αλπινία η φαρμακευτική, ανατολικής προέλευσης, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή αρωμάτων και φαρμάκων: