Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλήνιος, επίθ.
-
- 1) Ήσυχος:
- λιμένας γαληνίους (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 5).
- 2) (Ως τίτλος τιμητικός):
- κράτος το γαλήνιον της αυτοκρατορίας (Προδρ. III 43).
[μτγν. επίθ. γαλήνιος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ήσυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλήνιος -α -ο [γalínios] Ε6 : 1. που τον χαρακτηρίζει γαλήνη· ήρεμος: Γαλήνια θάλασσα. Γαλήνιο τοπίο. 2. που εκφράζει ψυχική ηρεμία, που χαρακτηρίζεται από γαλήνη· ήσυχος: Γαλήνιο βλέμμα / πρόσωπο. Γαλήνια ζωή. ~ άνθρωπος, ατάραχος.
γαλήνια ΕΠIΡΡ: H ζωή του κύλησε ~. [λόγ. < ελνστ. γαλήνιος]