Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλήνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλήνη η [γalíni] Ο30α : 1. η κατάσταση που επικρατεί στην ατμόσφαιρα, όταν υπάρχει απόλυτη νηνεμία, όταν όλα είναι ήσυχα και σχεδόν ακίνητα: Mετά την τρικυμία έρχεται η ~, και ως έκφραση. Γύρω είχε απλωθεί ~. 2. εσωτερική, ψυχική ηρεμία: Aντιμετωπίζει το θάνατο με απόλυτη ~. Aισθάνθηκε μέσα του ~ και αγαλλίαση.

[λόγ. < αρχ. γαλήνη]

[Λεξικό Κριαρά]
γαλήνη η.
  • 1) (Προκ. για τη θάλασσα) ησυχία, ηρεμία:
    • (Τζάνε Κρ. πόλ. 33623
    • (προκ. για καιρικές συνθήκες):
      • εγένετο γαλήνη και ευωδία (Διήγ. πανωφ. 57).
  • 2) (Μεταφ.) έλλειψη ταραχών, ηρεμία:
    • Παρελθούσης της περιστάσεως των Τούρκων και γαλήνης γενομένης (Δούκ. 31726).

[αρχ. ουσ. γαλήνη. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες