Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλέος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλέος ο [γaléos] Ο18 : είδος ψαριού της Mεσογείου που συγγενεύει με τον καρχαρία: Φάγαμε γαλέο με σκορδαλιά.

[αρχ. γαλεός, με μετακ. τόνου ίσως κατά το περιληπτικό επίθημα πληθ. -αίοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες