Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαιοκτησία η [jeoktisía] Ο25 : η ιδιοκτησία εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης: Δεν υπήρξε / δεν έγινε αλλαγή στο καθεστώς γαιοκτησίας.
[λόγ. γαιο- + κτήσ(ις) -ία μτφρδ. γερμ. Landbesitz]