Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαιοκτήμονας ο [jeoktímonas] Ο5 : ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων γης, συνήθ. καλλιεργήσιμης· μεγαλοκτηματίας· (πρβ. τσιφλικάς).
[λόγ. γαιοκτήμ(ων) -ονας < γαιο- + κτήμ(α) -ων κατά το ακτήμων μτφρδ. γερμ. Landbesitzer]