Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαζώνω [γazóno] -ομαι Ρ1 : 1. ράβω στη ραπτομηχανή, ενώνω δύο κομμάτια ύφασμα, δέρμα, πλαστικό κτλ. με γαζί: ~ το φόρεμα / το παντελόνι. H μηχανή μου χάλασε και δε γαζώνει. 2. (μτφ.) πυροβολώ με ταχυβόλο όπλο, σκοτώνω κπ. με ριπές ταχυβόλου: Δύο άτομα σκοτώθηκαν, όταν το αυτοκίνητό τους γαζώθηκε από αγνώστους. Οι αστυνομικοί τούς γάζωσαν με τα αυτόματα. Tον βρήκαν σ΄ ένα χαντάκι γαζωμένο από σφαίρες.
[γαζ(ί) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαζώνω.
-
- Κάνω το γαζί, κεντώ:
- θυμώντας πώς το γάζωσε (ενν. το στεφάνι) κείνη που τον ορίζει (Ερωτόκρ. Γ´ 370).
[<ουσ. γαζί + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. και σήμ.]
- Κάνω το γαζί, κεντώ: