Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαζωτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαζωτός -ή -ό [γazotós] Ε1 : 1. που έχει γαζιά, που έχει ραφτεί με διακοσμητικά γαζιά: Γαζωτά πέτα. 2. γαζωμένος.

[γαζώ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες