Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαγγλιακός -ή -ό [γaŋgliakós] Ε1 : που έχει σχέση με τα γάγγλια ή που ανήκει σ΄ αυτά: ~ πυρετός. Γαγγλιακή φλεγμονή. Γαγγλιακό σύστημα.
[λόγ. < διεθ. gangliac < gangli(on) = γάγγλι(ον) -ac = -ακός]