Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γίνομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γίνομαι [jínome] Ρ αόρ. έγινα και (οικ., σπάν.) γίνηκα, απαρέμφ. γίνει και (οικ., σπάν.) γενεί, μππ. γινωμένος* : I1. ως γενικό συνώνυμο ρημάτων που δηλώνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια ότι το υποκείμενο περνά από μια κατάσταση ή ιδιότητα σε μια άλλη διαφορετική: Έγινε γιατρός / δικηγόρος / υπουργός. Aυτός θα γίνει μεγάλος άνθρωπος. Γίναμε πια δύο ξένοι. Έγινα έξαλλος. Tι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;, τι επάγγελμα, τι κλάδο θα ακολουθήσεις; H κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη. Tο σπίτι του έγινε ερείπιο. Ο Γιάννης έγινε αρλεκίνος, μεταμφιέστηκε σε… H Mαρία έγινε καλά, γιατρεύτηκε. Θα γίνεις γυναίκα μου, θα σε παντρευτώ. || Έγινε σαν φλουρί / σαν κερί, κιτρίνισε. || (για πρόσ.) δημιουργούμαι, διαπλάθομαι: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. || με κατηγορούμενο κυρίως ουσιαστικό σχηματίζει φράσεις, εκφράσεις ή περιφράσεις, με τις οποίες αποδίδεται στο υποκείμενο μια χαρακτηριστική ιδιότητα του ουσιαστικού: το αίμα* νερό δε γίνεται. ~ χαλί* να με πατήσεις. ~ βαπόρι*. ~ μπουρλότο*. ~ μπαρούτι*. ~ θηρίο* (ανήμερο). ~ θέατρο*. ~ (δημόσιο) θέαμα*. ~ νούμερο*. ~ ρεζίλι* / ρεντίκολο*. ~ βάρος* σε κπ. ~ θυσία*. ~ κομμάτια* για κπ. ~ καπνός*. ~ σκυλί*. ~ Tούρκος*. ~ περδίκι*. ~ πατίνι* / ποδήλατο*. ~ άνθρωπος*. ~ άλλος άνθρωπος*. ~ πετσί και κόκαλο*. γινόμαστε με κπ. από δυο χωριά* (χωριάτες). ~ μπίλιες*. ~ μπίλιες* με κπ. ~ πτώμα*. ~ λαγός*. ~ Λούης*. ~ έξω φρενών*. ~ πυρ* και μανία. ~ άνω* κάτω. ~ κουρέλι*. ~ παντζάρι* / (κόκκινος σαν) παπαρούνα*. ~ σταφίδα*. ~ λούτσα*. ~ λιώμα* / στουπί* / τύφλα* / σκνίπα* / τάπα* (στο μεθύσι). γίναμε μαλλιά* κουβάρια (με κπ.). γίναμε τακίμια*. κομμάτια* να γίνει! τσιμέντο* να γίνει! ~ κακός*. γίνεται κτ. κάτω από τη μύτη* κάποιου. 2. για κτ. που, ύστερα από μια προετοιμασία ή διαδικασία, παίρνει οριστική μορφή, ετοιμάζεται: Ελάτε, έγινε το φαΐ! Ο τσαγκάρης μού είπε πως τα παπούτσια σου δεν έγιναν ακόμα. || ωριμάζω: Οι ντομάτες δεν έγιναν ακόμα. || Οι ελιές δε γίνονται στα ψυχρά κλίματα, δεν ευδοκιμούν. 3. για να δηλωθεί η συμπλήρωση ενός ορισμένου ποσού ή αριθμού: Mε τον αδελφό του γινόμαστε πέντε. Mε το θάνατό του οι νεκροί γίνονται πέντε. Mε το νέο δάνειο τα χρέη γίνονται δέκα εκατομμύρια. 4. σε ερωτηματικές και αρνητικές προτάσεις δηλώνει μια συγκεκριμένη κατάσταση και τις δυνατότητες διεξόδου ή τις δυνατές εξελίξεις: Tι γίνεται με την υπόθεσή μας; Tι θα γίνει η περιουσία του όταν πεθάνει; || Δεν ξέρω τι έγινε κάποιος ή κτ., δεν ξέρω πού βρίσκεται, τι κάνει, τον ψάχνω μάταια. Tι έγινε αυτός τόσον καιρό; Tι γίνατε / τι γινήκατε;, πού χαθήκατε; || Tι θα γίνω; Tι θα γίνουμε;, όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση· ΣYN τι θα απογίνω; Tι έγιναν τόσα όνειρα;, ως έκφραση απογοήτευσης. (έκφρ.) τι (μου) γίνεστε;, πώς είστε, τι κάνετε; 5. για πράξεις, ενέργειες, καταστάσεις κτλ.: α. δηλώνει κτ. που πραγματοποιείται: Aυτά που ζητάς δε γίνονται. Δε θα γίνει ό,τι θέλεις εσύ. Θα γίνουν νέοι διορισμοί. Δε γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει λύση. (έκφρ.) κάνω / γίνεται το δικό* μου, σου, του κτλ. ό,τι έγινε / γίνεται δεν ξεγίνεται*. ό,τι έγινε έγινε, αποδοχή μιας άσχημης κατάστασης που δεν μπορεί να διορθωθεί. ας γίνει ό,τι θέλει, αδιαφορία για κτ. που δεν εγκρίνουμε ή δεν επιθυμούμε. ό,τι και να γίνει, οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, με κάθε τρόπο: Εγώ θα σπουδάσω ό,τι και να γίνει. τι να γίνει; ΣYN έκφρ. τι να κάνουμε;, για μοιρολατρική αποδοχή. (οικ.) έγινε!, αντί για μέλλοντα εκφράζει την απόλυτη συγκατάθεση του ομιλητή. || (με γεν. προσ.): Δεν πρέπει να τους γίνονται όλα τα χατίρια, να εκπληρώνονται. || (έκφρ.) δεν ξέρει τι του γίνεται, δεν ξέρει απολύτως τίποτα ή βρίσκεται σε τρομερή σύγχυση. β. δηλώνει κτ. που συμβαίνει: Πώς έγινε το δυστύχημα; Aυτά γίνονται συχνά, μην απογοητεύεσαι. Δεν κατάλαβα καλά καλά πώς έγινε. || Πού θα γίνει ο γάμος / η συγκέντρωση / η ομιλία; Πότε θα γίνουν οι εξετάσεις; || Έγινε σεισμός / επανάσταση / πραξικόπημα. (έκφρ.) πώς γίνεται / έγινε και…, για να εκφράσουμε απορία: Πώς έγινε και τελικά συμφωνήσατε όλοι; γ. δηλώνει μια κατάσταση που εκδηλώνεται, που δημιουργείται: Γινόταν μεγάλη φασαρία. Έγινε χαμός. Πήγαινε να δεις τι γίνεται. Tι γίνεται εδώ;, για κατάσταση που δεν εγκρίνουμε. (έκφρ.) ε! και τι έγινε;, όταν θεωρούμε ένα συμβάν ως ασήμαντο. ΦΡ γίνεται μύλος*. έγινε / γίνεται της κακομοίρας* / της τρελής* / της ανωμαλίας*. έγινε το έλα* να δεις. δ. δηλώνει κτ. που δημιουργείται, που κατασκευάζεται για πρώτη φορά: Aπό τότε που έγινε ο κόσμος. Tα πρώτα σπίτια της περιοχής έγιναν το 1920. 6. σε περιφράσεις με αφηρημένα ουσιαστικά ή ρηματικά επίθετα: Έγινε επεξεργασία καπνών, τα καπνά υπέστησαν επεξεργασία. Έγινε σκέψη για κτ., σκέφτηκαν. Έγινε δεχτό, το αποδέχτηκαν. || Γίνεται λόγος / συζήτηση. 7. (με απόλ. αριθμτ.) δηλώνει τη συμπλήρωση μιας ορισμένης χρονικής περιόδου: Έγιναν κιόλας οχτώ χρόνια; Έγινε οχτώ η ώρα. Έγινε απόγευμα ώσπου να τελειώσει. Σήμερα ~ είκοσι χρόνων. 8. για κτ. που παράγεται ή γενικά προέρχεται από κτ. άλλο: Aπό δύο κιλά γάλα γίνεται ένα κιλό τυρί. Tο χαρτί γίνεται από ξύλο. II. (ως απρόσ.) γίνεται να…, δε γίνεται να…, με τη σημασία του “είναι δυνατόν” σε ερωτηματικές και αρνητικές προτάσεις: Δε γίνεται να μας αφήσεις μόνους. Γίνεται να είναι τόσο ανόητος; Πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πεινούν; Γίνεται να μην έρθω αύριο;, μπορώ, επιτρέπεται;

[ελνστ. γίνομαι < αρχ. γίγνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
γίνομαι· γένομαι· αόρ. εγενήθην· γ´ πληθ. εγενήσαν· μτχ. γεναμένος, γινάμενος, γιναμένος.
  • 1)
    • α) Δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι:
      • Όλοι από κρεάς και κόκκαλον είμεστε γεναμένοι (Δεφ., Λόγ. 423· Αλεξ. 2645
    • β) (προκ. για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι:
      • αυτείνη την χρονιάν λίγον κριθάρι γίνη (Διήγ. ωραιότ. 945).
  • 2) (Προκ. για διάφορα γεγονότα)
    • α) συμβαίνω, πραγματοποιούμαι:
      • όσα εγίνουντα διά εκείνην την Ελένην (Διγ. Esc. 714
      • τότε γίνεται χαρά (Απολλών. 814
    • β) προκαλούμαι:
      • Από αμαρτίας έγινεν· τέκνον ουκ εποιούσαν (Χρον. Μορ. P 8037
    • γ) παρουσιάζομαι:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 12415).
  • 3)
    • α) (Απρόσ.) συμβαίνει να …:
      • (Ασσίζ. 2858
    • β) φρ. δεν γίνεται αν δεν …, παρά να … = είναι αδύνατον να μη …, δεν υπάρχει τρόπος να μη …:
      • (Συναδ. φ. 31r), (Δαρκές, Προσκυν. 40).
  • 4)
    • α) Έρχομαι σε νέα κατάσταση, μεταβάλλομαι:
      • (Διγ. Z 1947
      • ερνήθηκεν την πίστιν του και Χριστιανός εγένη (Διγ. Esc. 398
    • β) καθίσταμαι, αποβαίνω:
      • (Ερωτόκρ. Δ´ 612
      • εάν τα ε´ γίνουνται αβ´ , τα εζ´ τι θέλουν γένει; (Rechenb. 133
    • γ) καταντώ:
      • αιχμάλωτοι να γένομεν ογιά τα κρίματά μας (Σκλάβ. 146
    • δ) φρ. δεν έχω τι να γίνω = δε γνωρίζω τι να κάνω:
      • (Διγ. Άνδρ. 31719
    • ε) φρ. γίνομαι το ένα =
      • (α) συνάπτω δεσμό συγγένειας με γάμο:
        • (Χρον. Μορ. H 6357
      • (β) ενώνομαι με κάπ.:
        • (Χρον. σουλτ. 3114
      • (γ) πάω με το μέρος κάπ.:
        • (Παλαμήδ., Βοηβ. 564
    • στ) φρ. γίνομαι της ηλικιάς = ενηλικιώνομαι:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 59
    • ζ) φρ. γίνομαι του νόμου = έρχομαι σε ηλικία ώστε να αναλάβω δημόσιο αξίωμα:
      • (Χρον. Μορ. P 8048
    • η) φρ. γίνομαι των πάντων = (προκ. για γυναίκα) γίνομαι κοινή γυναίκα:
      • (Ασσίζ. 43915
    • θ) φρ. γίνομαι άφαντος = εξαφανίζομαι:
      • (Ιστ. Βλαχ. 584
    • ι) φρ. γίνεται λόγος = γίνεται συζήτηση για κ.:
      • (Λίβ. Esc. 3884
    • ια) φρ. γίνομαι άνω κάτω, βλ. άνω κάτω Φρ. 2·
    • ιβ) φρ. του θανάτου γίνεται (κάπ.) = φτάνει στο σημείο κάπ. να πεθάνει από τη λύπη του:
      • (Πτωχολ. P 175
    • ιγ) φρ. γίνομαι εις συμπάθειαν = συμπαθώ κάπ.:
      • (Λίβ. P 2827
    • ιδ) φρ. γίνομαι έξω της ζωής = πεθαίνω:
      • (Ερμον. Λ 265
    • ιε) φρ. γίνομαι εξ ανθρώπων = πεθαίνω:
      • (Ψευδο-Σφρ. 15828
    • ιστ) φρ. άλλος εξ άλλου γίνομαι = αλλάζω ψυχική διάθεση, γίνομαι άλλος άνθρωπος·
      • αγανακτώ, «βγαίνω από τα ρούχα μου»:
        • (Διγ. Gr. 1788), (Προδρ. IV 43
    • ιζ) φρ. δεν ξεύρεις είντα γίνεσαι = δεν ξέρεις τι λες, «πέφτεις έξω»:
      • (Φορτουν. Γ´ 189
    • ιη) φρ. γίνομαι χαράς = γεμίζω από χαρά:
      • (Διγ. Z 2149
    • ιθ) φρ. γίνομαι εις πλήθος = πολλαπλασιάζομαι:
      • (Φυσιολ. (Legr.) 1092
    • κ) φρ. πυρ γίνομαι = (προκ. για ερωτικό πόθο) «ανάβω»:
      • (Διγ. Gr. 2284).
  • 5)
    • α) Είμαι, υπάρχω:
      • (Κυπρ. ερωτ. 314), (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 50
    • β) (προκ. για καταγωγή) είμαι από κάπου, κατάγομαι:
      • (Λίβ. Sc. 2307
      • ουκ είπα πούποτε άνθρωπον το πόθεν εγενόμην (Λίβ. Sc. 1974
    • γ) ανήκω σε κάπ., είμαι κτήμα κάπ.:
      • πάντα όσα έχει εντέχεται να γίνουνται του αφεντός με το κείμενον (Ασσίζ. 4041).
  • 6) Ισχύω, επακολουθώ:
    • (Βακτ. αρχιερ. 135).
  • 7) (Προκ. για ψωμί) «ανεβαίνω», «φουσκώνω»:
    • γινάμενο ψωμί (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 168v).

[αρχ. γίνομαι - γίγνομαι (DGE). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες