Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γίδι το [jíδi] Ο44 : 1. κατσίκα: Kουρεμένο* ~ και ως έκφραση. 2. (πληθ.) κοπάδι από κατσίκες και τράγους.
[μσν. γίδιν < αρχ. αἰγίδιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. της λ. αἴξ `κατσίκα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γίδι το· γίδιον.
-
- Κατσίκα οποιασδήποτε ηλικίας και γένους:
- θυσίας … γιδίων και ταυρίων (Ερμον. Η 147)·
- βόδι ή πρόβατο ή γίδι ότι να γεννηθεί … (Πεντ. Λευιτ. XXII 27).
[<αρχ. ουσ. αιγίδιον. Ο τ. στο Meursius. Η λ. στο LBG και σήμ.]
- Κατσίκα οποιασδήποτε ηλικίας και γένους:
[Λεξικό Κριαρά]
- γιδινός, επίθ.· γίδινος.
-
- 1) Που ανήκει ή αναφέρεται σε κατσίκα:
- ρίφι γιδινό (Πεντ. Γέν. XXXVIII 17)·
- κατσίκα γιδινή (Πεντ. Λευιτ. IV 28).
- 2)
- α) Που προέρχεται από γίδα, κατσικίσιος:
- γάλα γίδινον (Αγαπ., Γεωπον. 267)·
- β) κατασκευασμένος από γιδόμαλλο:
- βηλάρια γιδινά (Πεντ. Έξ. XXVI 7).
- α) Που προέρχεται από γίδα, κατσικίσιος:
- To ουδ. ως ουσ. = γιδόμαλλο:
- γεράνιο … και λινό γιδινό (Πεντ. Έξ. XXV 4).
[<ουσ. γίδα + κατάλ. ‑ινός. O τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Που ανήκει ή αναφέρεται σε κατσίκα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γίδιον το,
- βλ. γίδι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιδίσιος -α -ο [jiδísxos] Ε4 κατσικίσιος: Γιδίσιο μαλλί / γάλα.
[γίδ(α) -ίσιος]