Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γίδα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γίδα η [jíδa] Ο25 : η κατσίκα: Mαλλί από ~. Kουρεύτηκε σαν ~, για πολύ κοντό και άσκημο κούρεμα. γιδούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. γίδα < γίδ(ι) μεγεθ. -α· γίδ(α) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
γίδα η.
  • 1) Κατσίκα:
    • (Διακρούσ. 7610).
  • 2) (Σκωπτικώς προκ. για γυναίκα):
    • την ψωριασμένην γίδα (Συναξ. γυν. 236).

[<ουσ. γίδι + κατάλ. α. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γιδάκι το.
  • Κατσικάκι, μικρή γίδα:
    • (Δεφ., Λόγ. 454).

[<ουσ. γίδα + κατάλ. άκι. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες