Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γίγνεσθαι το [jíγnesθe] Ο (άκλ.) : (φιλοσ.) η συνεχής κίνηση και μεταβολή την οποία υφίσταται ο κόσμος και τα στοιχεία που τον απαρτίζουν: Tο είναι και το ~. (απαρχ. έκφρ.) εν τω ~, για κτ. που βρίσκεται σε διαδικασία εξέλιξης ή δημιουργίας.
[λόγ. < αρχ. γίγνεσθαι απαρέμφ. του ρ. γίγνομαι]