Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γήρας το [jíras] Ο51 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) γηρατειά: Σύνταξη γήρατος, η σύνταξη που χορηγείται σε άτομα μεγάλης ηλικίας μετά τη συμπλήρωση των απαραίτητων χρόνων εργασίας.
[λόγ. < αρχ. γῆρας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γηράσκω [jirásko] Ρ : (λόγ.) μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ αεί διδασκόμενος, όσο μεγαλώνω μαθαίνω.
[λόγ. < αρχ. γηράσκω]