Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γήινος -η -ο [jíinos] Ε5 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον πλανήτη γη: ~ μαγνητισμός. Γήινη ακτινοβολία. Γήινη σφαίρα, η γη. Γήινα ρεύματα. 2. που αναφέρεται στη γη ως τόπο κατοικίας και δραστηριότητας του ανθρώπου και που συχνά αντιδιαστέλλεται προς το άυλο και πνευματικό: Tα γήινα αγαθά. Στη ζωγραφική του οι ανθρώπινες μορφές αποκτούν τη γήινη όψη τους, τα αντικείμενα το γήινο βάρος τους. 3. που είναι φτιαγμένος από χώμα· φθαρτός: Γήινο σώμα. || (ως ουσ.) ο γήινος, ο κάτοικος της γης σε αντιδιαστολή προς τους (υποθετικούς) κατοίκους άλλων πλανητών, τους εξωγήινους.
[λόγ. < αρχ. γήινος]