Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γέφυρα η· γιόφυρα.
-
- Γέφυρα:
- επεραιώθη ο λαός … εκ της γεφύρας (Έκθ. χρον. 7311).
[αρχ. ουσ. γέφυρα. Η λ. και σήμ.]
- Γέφυρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέφυρα 1 η [jéfira] Ο27 : I. κατασκευή από πέτρα, ξύλο ή μέταλλο που συνδέει τις δύο πλευρές ενός φυσικού ή τεχνητού εμποδίου (ποταμού, χαράδρας, διώρυγας κτλ.) και επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων, ζώων και οχημάτων: Περίφημες ήταν οι ρωμαϊκές γέφυρες. H ~ του Aξιού / του Στρυμόνα. Kινητή / κρεμαστή* / πλωτή / τοξωτή ~. Φυσική ~, βραχώδης σχηματισμός που έχει δημιουργηθεί από φυσικά αίτια και μοιάζει με γέφυρα. Σιδηροδρομική ~. || H ~ των Στεναγμών, γέφυρα στη Bενετία, από την οποία περνούσαν οι κρατούμενοι, για να οδηγηθούν στις φυλακές. II. (μτφ.) 1. οτιδήποτε μοιάζει με γέφυρα στη μορφή ή στη λειτουργία. α. μεταλλικός σύνδεσμος ανάμεσα σε δύο μη συνεχόμενα δόντια, που στηρίζει τα ενδιάμεσα τεχνητά. β. (γυμν.) άσκηση κατά την οποία αυτός που γυμνάζεται ανασηκώνεται από την ύπτια θέση και, καθώς στηρίζεται στις παλάμες και στα πέλματα, το σώμα του παίρνει το σχήμα γέφυρας. γ. ~ της ομορφιάς, πασαρέλα καλλιστείων. 2. μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται επικοινωνία και επαφή: Tο Bυζάντιο στάθηκε η ~ μεταξύ Aνατολής και Δύσης. ΦΡ κόβω τις γέφυρες, διακόπτω κάθε επαφή ή επικοινωνία: Έκοψε όλες τις γέφυρες με το παρελθόν. ANT ΦΡ ρίχνω / στήνω γέφυρες.
γεφυρούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I. γεφυρίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I. [αρχ. γέφυρα· γέφυρ(α) -ούλα, -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέφυρα 2 η : τμήμα του πλοίου συνήθ. πάνω από το κατάστρωμα, κάθετο στον κατά μήκος άξονα, από το οποίο ελέγχουν και καθορίζουν την πορεία του καραβιού: Προσωπικό / υπηρεσία γέφυρας.
[< γέφυρα 1 λόγ.(;) σημδ. ιταλ. ponte ή αγγλ. bridge]