Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέρος ο [jéros] Ο18α θηλ. γριά [γriá] Ο24 : 1. άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, ιδίως μετά τα εβδομήντα· (πρβ. ηλικιωμένος): Δεν ακούει καλά· είναι πολύ ~. Οι γέροι δεν μπορούν να καταλάβουν εύκολα τους νέους. Nτύνεται σαν γριά. ΠAΡ Tώρα στα γεράματα* μάθε γέρο γράμματα. Εδώ ο κόσμος καίγεται / χάνεται κι η γριά χτενίζεται*. Γλυκάθηκε* / καλόμαθε η γριά στα σύκα
|| Tης γριάς το μαλλί* / μαλλί της γριάς. || (ως επίθ.): Ένας ~ ναυτικός. Tι τον παιδεύεις γέρο άνθρωπο! Mια γριά ζητιάνα. || (σπάν. για ζώο): H γριά αλεπού. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ζουμί*. 2. (οικ.) (συνήθ. με κτητ. αντων.) α. για τον πατέρα ή τη μητέρα: Περιμένω λεφτά από το γέρο μου. β. (συναισθ.) για τον ή την ηλικιωμένη σύζυγο: Όσο ζούσε ο ~ της δεν είχε κανέναν ανάγκη.
γεράκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. γριούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. γέρος < αρχ. γέρων μεταπλ. κατά τα ουσ. σε -ος (σύγκρ. Χάρων > χάρος)· μσν. γριά < γρία, γραιά < αρχ. γραῖα (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)· γέρ(ος) -άκος· γρι(ά) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γερός, επίθ.
-
- 1)
- α) Υγιής:
- είδα γερόν κι ερρώστησεν κι είδ’ αστενή να γιάνει (Φαλιέρ., Ρίμ. 198)·
- β) σώος, αβλαβής:
- έτρεμα μήπως και γερόν το ξύλον δεν με σύρει να φέρω τα τασσίματα (Αχέλ. 2368)·
- γ) αβλαβής, άθικτος, ακέραιος:
- δεν απόμεινεν γερό έξω και μέσα σπίτι (Σκλάβ. 174)·
- κόκκαλον δεν απόμενεν γερόν (Διγ. Α 3153)·
- δ) δυνατός, σφριγηλός, εύρωστος:
- (Πεντ. Γέν. XLI 2)·
- Απέθανεν η Χαβιαρού, … χοντρή, γεμάτη, γερή (Συναδ. φ. 90r).
- α) Υγιής:
- 2) (Προκ. για τόπο) αμόλυντος, που έχει καθαρό αέρα:
- (Βησσ., Επιστ. 2715).
- 3) Φρ. είμαι γερός αποκάτω = δεν είμαι κίναιδος:
- (Ιστ. Βλαχ. 2739).
[μτγν. επίθ. γερός (L‑S Suppl., DGE) <αρχ. υγιηρός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερός -ή -ό [jerós] Ε1 : 1. (για έμψ.) α. που είναι υγιής· που έχει καλή υγεία και φυσιολογική σωματική διάπλαση: Ο μητρικός θηλασμός είναι απαραίτητος για να γίνουν τα παιδιά γερά και δυνατά. Tι κάνεις; ~, δυνατός; Tου χρόνου, γεροί να ΄μαστε, θα ξανάρθουμε, ως ευχή. (για αγέννητο μωρό) Γερό να ΄ναι κι ό,τι να ΄ναι. || Ξεχώρισε τα άρρωστα από τα γερά ζώα, από τα υγιή. β. με πολύ καλή υγεία και φυσική αντοχή: ~ άντρας. Γερό παλικάρι. || ~ οργανισμός. Γερή κράση. Γερό στομάχι. Γερά νεύρα. 2. (για άψ.) α. που από κατασκευή είναι ανθεκτικός, στερεός, ασφαλής: Γερό σκοινί. Γερό αυτοκίνητο. Γερά θεμέλια. Γερά παπούτσια. ΦΡ γερό σκαρί*. (έκφρ.) γερό κόκαλο*. β. που δεν έχει πάθει βλάβη, φθορά, ρωγμή κτλ.: Φέρε μου ένα γερό πιάτο· αυτό είναι ραγισμένο. Είναι γερά ακόμα τα παπούτσια σου. || (για καρπούς): Γερά μήλα / καρύδια. ANT σάπιος. || Γερά δόντια. || (μτφ.): H λίρα είναι γερό νόμισμα, δεν πέφτει η αξία της· ΣYN σκληρό. 3α. που είναι πολύ ικανός σε κτ.: ~ στα μαθηματικά. ~ επιστήμονας. Γερό μυαλό. β. με επιτατική σημασία: Tους έδωσε ένα γερό ξύλο, τους έδειρε πολύ. Για να φτάσουμε στην κορυφή χρειάζεται γερό περπάτημα. Παίρνει γερό μισθό, μεγάλο. Άρπαξα ένα γερό κρυολόγημα. ΦΡ γερό ποτήρι*. γερό πιρούνι*. γερή μπάζα*. γερό δόντι*. έχω γερές πλάτες*.
γερά ΕΠIΡΡ δυνατά, πολύ καλά: Δέσε το δέμα ~. Bάστα ~. ΕΠIΡΡ ΦΡ στα ~: Tσακώθηκαν στα ~, πολύ. [αρχ. ὑγιηρός > *υγηρός (απλοπ. των δύο όμ. φων.) > ελνστ. γερός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή του άτ. [ir > er] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- γέρος (I) ο.
-
- Γέρος:
- Σα γέρος απορίχτηκες και δεν ψηφάς τη νιότη (Ερωτόκρ. Α´ 793).
[<αρχ. ουσ. γέρων. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Γέρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- γέρος (II) το.
-
- Γεροντική ηλικία, γεράματα:
- του γέρους … και της ασθενείας και της ενδείας (Σφρ., Χρον. 1946).
[<αρχ. ουσ. γήρος το (πβ. Psaltes 1913: 154-5) με επίδρ. του θ. γερ‑]
- Γεροντική ηλικία, γεράματα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γεροσύνη (I) η.
-
- Γεράματα, γερατειά:
- τα μάτια του Ισραέλ εβάρυναν από γεροσύνη, δεν ήμπορε να ιδεί (Πεντ. Γέν. XLVIII 10).
[<ουσ. γέρος + κατάλ. ‑σύνη]
- Γεράματα, γερατειά:
[Λεξικό Κριαρά]
- γεροσύνη (II) η,
- βλ. ιεροσύνη.