Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέρνω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γέρνω [jérno] Ρ αόρ. έγειρα, απαρέμφ. γείρει, μππ. γερμένος : 1α. φέρνω κτ. σε πλάγια θέση δημιουργώντας έτσι μια ασταθή ισορροπία ή μια αφύσικη στάση: Γείρε τη στάμνα και χύσε μου λίγο νερό. Γέρνει το κορμί του. Περπατούσε με γερμένους τους ώμους. || ~ τα παντζούρια / την πόρτα, μισοκλείνω. β. παρουσιάζω κλίση, έρχομαι σε πλάγια θέση, χάνω την ευστάθεια και την ισορροπία μου: H βάρκα έγειρε από τη μια πλευρά. Γέρνει ο πίνακας. Ο τοίχος έγειρε λιγάκι. Tα κλαδιά των δέντρων έγειραν από τον καρπό / από το χιόνι. ΦΡ η πλάστιγγα* γέρνει / κλίνει. γ. σκύβω: Έγειρε από το μπαλκόνι και κόντεψε να πέσει. Mη γέρνεις τόσο πολύ. || Έγειρε πάνω από το βιβλίο και αποκοιμήθηκε. Έγειρε στην αγκαλιά του. Έγειρα να ξεκουραστώ, ξάπλωσα. || (μτφ.): Δεν έχει πού να γείρει η άμοιρη, πού να στηριχτεί. 2. για ουράνια σώματα ή για μεταβολή του χρόνου της ημέρας, πηγαίνω να δύσω, δύω: Έγειρε ο ήλιος / το φεγγάρι. Έγειρε η μέρα.

[μσν. γέρνω < γείρω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γειρ- κατά το σχ.: σπειρ- (έσπειρα) - σπέρνω, συρ- (έσυρα) - σέρνω < αρχ. ἐγείρω `ξεσηκώνω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και εξίσωση των αντίθετων σημασιών]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γερνώ [jernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. γέρασα, απαρέμφ. γεράσει, μππ. γερασμένος : 1α. γίνομαι γέρος, πλησιάζω στα γηρατειά: Γέρασε πια ο πατέρας μας. Πέθανε νέος, δεν πρόλαβε να γεράσει. Γερασμένο ζώο. || Πρέπει να ξέρει κανείς να γερνάει, να συμβιβάζεται με την ηλικία του για να μη γίνεται γελοίος. Aυτός δεν έχει σκοπό να γεράσει, για κπ. που φαίνεται πολύ νέος για την ηλικία του. (έκφρ.) ήμουνα νιος* / νια και γέρασα. (ευχή σε νεόνυμφους) να ζήσετε να γεράσετε! ΠAΡ Ο λύκος* κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του. β. με τα χρόνια χάνω τα νεανικά μου χαρακτηριστικά, εμφανίζω σημάδια παρακμής και εξάντλησης: Γέρασε το πρόσωπό της. Θα γεράσει γρήγορα! Tον βρήκα πολύ γερασμένο. 2. προκαλώ σε κπ. σωματική και ψυχική φθορά: Mε γέρασαν οι πίκρες και τα βάσανα. || κάνω κπ. να φαίνεται γέρος: Aυτό το χτένισμα σε γερνάει. 3. (μτφ.) α. μένω για μεγάλο διάστημα σε μια κατάσταση: Γέρασα σ΄ αυτό το επάγγελμα. Γέρασα να τον περιμένω τόσα χρόνια. β. για κτ. που με το πέρασμα του χρόνου ξεχνιέται, χάνει τη δύναμη, την επικαιρότητά του: Οι ταινίες του Σαρλό δε θα γεράσουν ποτέ. Πολλές θεωρίες είναι φυσικό να φθείρονται και να γερνούν. Ύστερα από δέκα χρόνια βρήκα το έργο ρηχό και γερασμένο.

[γερ(άζω) μεταπλ. -νώ με βάση το συνοπτ. θ. γερασ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ]

[Λεξικό Κριαρά]
γέρνω· γέρω· εγέρνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) (Προκ. για νεκρούς) σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω:
          • τους νεκρούς να γέρνουσι και να τους ανασταίνου (Πανώρ. Β´ 203
        • β) φρ. σπέρμα ανδρειάς να γείρει = να γεννήσει παιδιά γενναία:
          • (Διγ. O 2934
        • γ) φρ. γέρνω καμάραν = (προκ. για φρύδι) σχηματίζω τόξο, καμπύλη:
          • (Ερωτοπ. 616).
      • 2) Κλίνω κ. προς τα κάτω ή προς τα πλάγια:
        • εγέρνει τα βαρέλια να ιδεί (Ιμπ. 699· Ερωτόκρ. Β´ 1407).
      • 3) Στρέφω:
        • γέρνει κάτω βλέμμα της ομπρός και οπίσω (Σπαν. V 590).
      • 4) Κάμπτω κάπ.:
        • Να ’ναι προς αύτονε πιστός, φόβος να μην τον γέρει (Κορων., Μπούας 59).
      • 5) Γκρεμίζω:
        • Τα τείχ’ οι λουμπαρδάροι σου χάμαι στην γην να γέρουν (Κορων., Μπούας 98
        • (μεταφ.):
          • η μοίρα άλλους ψηλά πετά κι άλλους στα βάθη γέρνει (Ερωτόκρ. Β´ 2280).
      • 6) Μετατρέπω:
        • γέρνει τον πλούσιο εις πένητα (Σπαν. V 160
        • ουδόλως την αλήθειαν εις ψεύδος να την γέρω (Κορων., Μπούας 13).
      • 7) Οδηγώ κάπ. σε κ., μεταστρέφω:
        • ήρχισε να δημηγορεί … προοίμια άξια, συνετά κι εις οίκτον να τους γέρνει (Κορων., Μπούας 24).
      • 8) Στρέφω (το ενδιαφέρον μου προς κάπ.):
        • προς αυτήν εγείραμε ολότης τον σκοπόν μας (Θησ. Γ´ [413]).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Σηκώνομαι:
        • Επάμπωσέ με η τύχη μου, είπε μοι: «Γείρε, φύγε» (Σαχλ., Αφήγ. 123).
      • 2)
        • α) Έχω απόκλιση, γέρνω:
          • πολλά μεγάλο σε θωρώ, φοβούμαι σε μη γείρεις (Ερωτόκρ. Β´ 2124
        • β) στρέφομαι:
          • γέρνω, θωρώ τον Λίβιστρον, επέρασε κι εκείνος (Λίβ. N 2723
        • γ) κάνω στροφή, αλλάζω πορεία:
          • την παντιέραν του θαυμαστού Μερκούριου εγνώρισαν κι εγείραν (Κορων., Μπούας 27
        • δ) επιστρέφω:
          • ποτέ μηδέν οκνείτε …, ως διά να γείρω εγλήγορα (Διγ. Esc. 489
        • ε) στρέφομαι προς κάπ. με διάθεση εχθρική:
          • (Κορων., Μπούας 58
        • στ) ξαπλώνω (για ανάπαυση):
          • Η λυγερή εκ τη ραθυμιάν ήτονε χρεια να γείρει (Ριμ. κόρ. 619
        • ζ) (προκ. για τον ήλιο) δύω:
          • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [570]).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Σηκώνομαι:
        • πιάσ’ με, να ζήσεις, να γερθώ! (Κατζ. Γ´ 513
        • γείρεστε και ας υπαγαίνομε (Λίβ. P 2459
      • β) αποκτώ συνείδηση (κάπ. γεγονότος), έρχομαι στα σύγκαλά μου, «ξυπνώ» (μεταφ.):
        • Γείρου, … και γνώρισε, πτωχέ, τον εμαυτόν σου (Πιστ. βοσκ. III 6, 149
      • γ) (προκ. για νεκρούς) εγείρομαι, ανασταίνομαι:
        • όντα κτυπήσουν άγγελοι και να γερθεί το πλήθος (Σκλάβ. 251).
    • 2) Κατακλίνομαι για ανάπαυση, πλαγιάζω:
      • Μα πάλι ως είχε θυμηθεί πού γέρνεται, πού μένει … (Ερωτόκρ. Ε´ 57).
  • Η έναρθρ. προστ. αορ. γείρε το ως ουσ. = η έγερση, το σήκωμα:
    • μέρα νύκτα να βρίσκεται στο πέσε και το γείρε (Γεωργηλ., Θαν. 531).

[<αόρ. έγειρα του εγείρω (βλ. ά.). Οι τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γερνώ,
βλ. γυρνώ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες