Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέρικος -η -ο [jérikos] Ε5 : 1. που έχει πολύ μεγάλη ηλικία, κυρίως για ζώα ή για πράγματα: Γέρικο άλογο / μουλάρι. Γέρικη ελιά. 2. που ανήκει ή που ταιριάζει σε γέρο: Γέρικο βάδισμα / βλέμμα.
[γέρ(ος) -ικος]