Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γέρακας ο.
-
- Γεράκι:
- Φαίνεται, αδέλφια, οι γέρακες άνδρες αρπάκτες ένι (Διγ. Esc. 327)·
- (μεταφ. προκ. για το θάνατο):
- Λοιπόν βλέπε τον γέρακα μηδέν σε κυνηγήσει, εις τ’ άνθος της νεότης σου στο σκότος σε βυθίσει (Ρίμ. θαν. 47).
[<αρχ. ουσ. ιέραξ. Η λ. στο Meursius (λ. γεράκη) και σήμ. ποντ.]
- Γεράκι: