Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέρα
28 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
γέρα τα· γέρατα.
  • Γεράματα, γερατειά:
    • (Διγ. Esc. 1522
    • τση νιότης τα καμώματα στα γέρα δεν κατέχεις (Ερωτόκρ. Γ´ 832).

[<αρχ. ουσ. γήρας. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεράζω [jerázo] Ρ2.1α μππ. γερασμένος : (σπάν.) γερνώ.

[μσν. γεράζω < αρχ. γηρ(άσκω), μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. γηρασ- και με επίδρ. της λ. γέρος]

[Λεξικό Κριαρά]
γεράζω· αγηράζω· γηράζω.
  • (Μτβ.) γερνώ (κ.):
    • Τα μάτια σου έτσι σαν με κοιτάζουν, τη νιότη μου γλήγορα την γεράζουν (Ch. pop. 465).

[<αόρ. εγέρασα <εγήρασα του αρχ. γηράσκω κατά τα ρήματα σε άζω και με επίδρ. του ουσ. γέρος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γερακάρης ο· πληθ. γερακαραίοι· γερακάροι.
  • Αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια:
    • (Μαχ. 63425), (Τάξ. πόρτ. 32).

[<ουσ. γεράκι + κατάλ. άρης. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γέρακας ο.
  • Γεράκι:
    • Φαίνεται, αδέλφια, οι γέρακες άνδρες αρπάκτες ένι (Διγ. Esc. 327
    • (μεταφ. προκ. για το θάνατο):
      • Λοιπόν βλέπε τον γέρακα μηδέν σε κυνηγήσει, εις τ’ άνθος της νεότης σου στο σκότος σε βυθίσει (Ρίμ. θαν. 47).

[<αρχ. ουσ. ιέραξ. Η λ. στο Meursius (λ. γεράκη) και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεράκι το [jeráki] Ο44 θηλ. γερακίνα [jerakína] Ο26 μόνο στη σημ. 1 : 1. αρπαχτικό πουλί με γαμψό, ισχυρό ράμφος, μακριά, κυρτά νύχια για να αρπάζει το θύμα του και οξύτατη όραση: Kυνηγετικά γεράκια. Mόλις τον είδε, όρμησε επάνω του σαν ~. Bλέπει σαν ~. 2. (μτφ.) για πολιτικό που υποστηρίζει βίαιες και δυναμικές λύσεις. ANT περιστερά: Tα γεράκια του Πενταγώνου.

[μσν. γεράκιν < *ιεράκιον (με τροπή του άτ. [i > ι > j] πριν από φων. για αποφυγή της χασμ.) υποκορ. του αρχ. ἱέραξ· μσν. γερακίνα < γεράκι(ν) -ίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
γεράκιν το· γεράκι· γεράκιον.
  • Γεράκι:
    • (Ερωτόκρ. Β´ 225
    • ζω από το γεράκιν μου (Λίβ. (Lamb.) N 95
    • (μεταφ.):
      • είπεν η Κουταγιώταινα, το γρήγορον γεράκιν (Σαχλ. B´ PM 641).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Δωρ. Μον. XXI).

[<μτγν. ουσ. ιεράκιον. Ο τ. ι στο Meursius (η) και σήμ. Βλ. και LBG]

[Λεξικό Κριαρά]
γερακίνα η.
  • Γεράκι (θηλυκό):
    • (Πουλολ. ΑΖ 42).

[<ουσ. γέρακας + κατάλ. ίνα. Η λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
γεράκιον το,
βλ. γεράκιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γερακίσιος -α -ο [jerakísos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο γεράκι ή που θυμίζει γεράκι: Γερακίσια φτερά. Γερακίσιο μάτι, με πολύ καλή όραση. Γερακίσια μύτη, γαμψή.

[γεράκ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες