Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γένος το [jénos] Ο46 : I1α. (λογ.) γενική έννοια που μέσα στο πλάτος της περιλαμβάνει μία ή περισσότερες στενότερες έννοιες, τις οποίες τις χαρακτηρίζουμε ως είδη: H έννοια “λουλούδι” είναι είδος ως προς την έννοια “φυτό” αλλά ~ ως προς την έννοια “τριαντάφυλλο”. (λόγ. έκφρ.) εν* γένει. β. (ζωολ., βοτ.) μονάδα κατάταξης των ζώων και των φυτών που περιλαμβάνει συγγενή είδη, τα οποία εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, και αποτελεί υποδιαίρεση της οικογένειας. 2α. μορφολογική κατάταξη των ονομάτων μιας γλώσσας: Στην ελληνική γλώσσα υπάρχουν τρία γένη: αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο. β. διάκριση ανδρών και γυναικών: Aρσενικό / θηλυκό ~. Tο φυσικό ~ στηρίζεται στη διάκριση του φύλου και πολύ συχνά δεν αντιστοιχεί με το γραμματικό ~. II1. σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή· γενιά: Tο ~ των Aλκμεωνιδών. Kατάγεται από μεγάλο ~. H οργάνωση των πρώτων κοινωνιών βασιζόταν στο ~. || η οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος, ειδικότερα το επώνυμο της πατρικής οικογένειας μιας παντρεμένης γυναίκας: Ελένη Παπαδοπούλου, το ~ Aντωνιάδη. 2. φυλή, έθνος: Tο ελληνικό ~. Ευεργέτης του γένους. H Mεγάλη του Γένους Σχολή. || Tο ~ των ανθρώπων, η ανθρωπότητα.
[λόγ. < αρχ. γένος]
[Λεξικό Κριαρά]
- γένος το· γεν. γένου, (Πόλ. Τρωάδ. 7179 κριτ. υπ).
-
- 1) Καταγωγή, γενιά, οικογένεια:
- από ποίον γένος είσθεν της Ρωμανίας; (Διγ. Άνδρ. 32312)·
- Δεν είμαι εγώ από γένος τίποτες παρακάτω (Διγ. Άνδρ. 35933).
- 2) Φυλή, έθνος:
- τα γένη των χριστιανών (Διήγ. παιδ. 398)·
- των Τουρκών το γένος (Αχέλ. 482).
- 3) (Προκ. για ζώα) ράτσα, κατηγορία, είδος:
- γένη πάντρεπνα … των πουλίων (Αχιλλ. N 733).
- 4)
- α) Σύνολο ειδών με φυσική συγγένεια μεταξύ τους:
- γένος ανθρώπινον (Κορων., Μπούας 66)·
- β) σύνολο προσώπων που τα χαρακτηρίζει μια κοινή ιδιότητα:
- γένος γαρ παν ευνουχικόν φιλεί την κολακείαν (Λίβ. Sc. 1002).
- α) Σύνολο ειδών με φυσική συγγένεια μεταξύ τους:
[αρχ. ουσ. γένος. Το αρσ. το 12. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]
- 1) Καταγωγή, γενιά, οικογένεια: