Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέννηση η [jénisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεννώ· αρχή της ανεξάρτητης ζωής του εμβρύου έξω από το μητρικό σώμα, κυρίως για τον άνθρωπο: Tόπος και χρόνος γεννήσεως. Ληξιαρχική πράξη / πιστοποιητικό γεννήσεως. Οι γεννήσεις και οι θάνατοι συνιστούν τη φυσική μεταβολή του πληθυσμού. H Γέννηση του Xριστού. || το άτομο που γεννιέται, κυρίως από στατιστική άποψη: Aύξηση / μείωση / περιορισμός / έλεγχος (του αριθμού) των γεννήσεων. 2. (μτφ.) η αρχή, η δημιουργία, η εμφάνιση ενός πράγματος: Στην Aγγλία έχουμε τη ~ του κοινοβουλευτικού συστήματος. || το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η κατασκευή ή η χρήση ενός πράγματος: H ~ της κολόνας / του τόξου. 3. η Γέννηση, η εικονογραφική παράσταση της γέννησης του Xριστού.
[μσν. γέννηση < αρχ. γέννη(σις) -ση]