Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέννημα το [jénima] Ο49 : το αποτέλεσμα του γεννώ. 1. αυτό που γεννιέται ή που προέρχεται από κπ. ή από κτ., κυρίως: α. στη ΦΡ ~ θρέμμα, για κπ. που γεννήθηκε και ανατράφηκε, που διαμορφώθηκε κάπου: Είναι ~ θρέμμα Aθηναίος / της Aθήνας. || (επέκτ.): ~ θρέμμα του ΠAΟK / της σχολής μας, που από τα πρώτα του βήματα διαμορφώθηκε σ΄ ένα περιβάλλον και συνεπώς είναι αγαπητός και αποδεκτός από το συγκεκριμένο περίγυρο. β. στην έκφραση ~ / γεννήματα της φαντασίας (του), δημιούργημα, αποκύημα. γ. αποτέλεσμα: Ο υπερκαταναλωτισμός είναι ~ μεταπολεμικό. 2. (λαϊκότρ., συνήθ. πληθ.) το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά.
[1: αρχ. γέννημα· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- γέννημα το· γέννημαν.
-
- 1) Αυτό που γεννιέται·
- (προκ. για ανθρώπους) παιδί:
- (Πτωχολ. P 251).
- (προκ. για ανθρώπους) παιδί:
- 2) (Μεταφ.) δημιούργημα, προϊόν:
- αγάπης γέννημα (Λίβ. Esc. 1614).
- 3) Πράξη:
- Τα δε γεννήματα των αμαρτωλών αμαρτίαι εισίν (Φυσιολ. 3649).
- 4) (Συν. στον πληθ.) καρποί της γης, γεωργικά προϊόντα, το σιτάρι:
- πέφτου (ενν. ακρίδες) στα γεννήματα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39013· Καναν. 41), (Πεντ. Γέν. XLII 25).
- 5) Εμφάνιση:
- εις το γέννημάν της (ενν. της ακρίδας) να λιτανεύουν το εικόνισμαν (Μαχ. 408).
- 6) Έκφρ. γέννημα σπιτιού = συγγενείς:
- (Πεντ. Γέν. XIV 14).
[αρχ. ουσ. γέννημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αυτό που γεννιέται·
[Λεξικό Κριαρά]
- γεννηματικός, επίθ.
-
- Που αναφέρεται στα γεννήματα, στα γεωργικά προϊόντα:
- πραγματείαις … γεννηματικαίς (Ψευδο-Σφρ. 5424 (βλ. και Schreiner, JÖB 27, 1978, 221, 223)).
[μτγν. επίθ. γεννηματικός]
- Που αναφέρεται στα γεννήματα, στα γεωργικά προϊόντα: