Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέννα η [jéna] Ο25α : 1. η διαδικασία με την οποία έρχεται ένα παιδί και γενικότερα ένα νεογνό στον κόσμο· τοκετός: Είχε εύκολη / δύσκολη / καλή ~. Πέθανε (πάνω) στη ~. Οι πόνοι της γέννας. H σκύλα έκανε πέντε σκυλάκια σε μία ~. 2. (λαϊκότρ.) γόνος, παιδί. ΦΡ διαβόλου* ~.
[μσν. γέννα < γενν(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το αρχ. γέννα `καταγωγή, απόγονος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γέννα η.
-
- 1) Γέννηση, τοκετός:
- (Απόκοπ. 431)·
- φρ. έρχομαι στη γέννα = πρόκειται να γεννήσω:
- (Ερμον. Α 36).
- 2) Το σύνολο των παιδιών, των απογόνων:
- Γυναίκες, άνδρες, τέκνα μου, γέννα κι αναθροφή μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2291).
- 3) (Προκ. για τη σελήνη) ανατολή:
- γέννα της σελήνης (Καλλίμ. 897).
[αρχ. ουσ. γέννα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γέννηση, τοκετός:
[Λεξικό Κριαρά]
- Γέννα τα.
-
- Χριστούγεννα:
- τα Γέννα ού το Πάσχαν (Ασσίζ. 4275).
[ουσ. γέννα η με αλλαγή γένους. Η λ. τον 6. αι.]
- Χριστούγεννα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενναιοδωρία η [jeneoδoría] Ο25α : η ιδιότητα του γενναιόδωρου. || ενέργεια, προσφορά γενναιόδωρου ανθρώπου: Έκανε πολλές γενναιοδωρίες.
[λόγ. γενναιόδωρ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενναιόδωρος -η -ο [jeneóδoros] Ε5 : 1. που πρόθυμα προσφέρει ό,τι έχει χωρίς να περιμένει αμοιβή, αντάλλαγμα ή ανταπόδοση· ανοιχτοχέρης: Είναι ~ στις προσφορές του. (ειρ.) Είναι πολύ ~ στις υποσχέσεις. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναιόδωρη προσφορά. Γενναιόδωρο φιλοδώρημα.
γενναιόδωρα ΕΠIΡΡ: H φύση τον προίκισε ~. Οι εθνικοί ευεργέτες πρόσφεραν ~ στην πατρίδα. [λόγ. γενναί(ος)2 -ο- + δώρ(ον) -ος απόδ. γαλλ. généreux]
[Λεξικό Κριαρά]
- γενναίος, επίθ.
-
- 1) Τολμηρός, ισχυρός, ανδρείος:
- εύτολμος, γενναίος στρατιώτης (Αχιλλ. N 1320).
- 2) (Υπερθ.) τιμητική προσφών.:
- ω γενναιότατοι, φίλοι και αδελφοί μου (Περί ξεν. 204).
- 3) (Προκ. για βάδισμα) γρήγορος:
- αναχωρήσωμεν εν βαδισμῴ γενναίῳ (Καλλίμ. 226).
[αρχ. επίθ. γενναίος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τολμηρός, ισχυρός, ανδρείος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενναίος -α -ο [jenéos] Ε4 : 1. που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· ανδρείος: ~ στρατιώτης. Γενναία ψυχή. Οι γενναίοι τραβούν μπροστά. Kάνει το γενναίο, υποκρίνεται ότι
· (πρβ. παλικάρι). || που δείχνει ή που απαιτεί γενναιότητα: Γενναία απόφαση / στάση / συμπεριφορά. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναίο φιλοδώρημα. Γενναία δωρεά. Tο κράτος έδωσε γενναία χρηματική ενίσχυση στους σεισμοπαθείς. || Έγινε γενναίο φαγοπότι, για μεγάλο γλέντι και φαγητό.
γενναία ΕΠIΡΡ: Πολέμησε ~, παλικαρίσια. [λόγ.: 1: ελνστ. γενναῖος, αρχ. σημ.: `ευγενικής καταγωγής΄· 2: σημδ. γαλλ. généreux]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενναιότητα η [jeneótita] Ο28 : η ιδιότητα του γενναίου· τόλμη, παλικαριά, αντρειοσύνη: Aντιμετώπισαν τους εχθρούς με ~. || ψυχική αντοχή: Έδειξε ~ στην αρρώστια / στη συμφορά που τον έπληξε.
[λόγ. < ελνστ. γενναιότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `ευγένεια πνεύματος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενναιόφρονας [jeneófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που έχει ανώτερα αισθήματα· μεγαλόψυχος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < μσν. γενναιόφρων, αιτ. -ονα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενναιοφροσύνη η [jeneofrosíni] Ο30α : η ιδιότητα του γενναιόφρονα· η ευγένεια της ψυχής, η μεγαλοψυχία.
[λόγ. γενναιόφρ(ων) -οσύνη]