Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέμισμα το [jémizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεμίζω: Tο ~ του όπλου, ο εφοδιασμός του με εκρηκτική ύλη και η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος. Tο ~ της μπαταρίας, η ηλεκτρική φόρτιση. Tο ~ γαλοπούλας. || σε κέντημα, η πλήρης κάλυψη του κενού μέρους διάφορων σχημάτων: Πρώτα θα φτιάξω το γύρω γύρω και μετά το ~.
[μσν. γέμισμα < γεμισ- (γεμίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γέμισμα το.
-
- 1) Πληρότητα:
- Να εγνωρίσετε την αγάπην του Χριστού …, διά να γεμισθείτε εις όλον το γέμισμα του Θεού (Χριστ. διδασκ. 111).
- 2) Το σύνολο:
- μη σπείρεις το αμπέλι σου δίλογο, πρόσποτε να αγιάσει το γέμισμα ο σπόρος ος να σπειρίσεις (Πεντ. Δευτ. XXII 9).
[<αόρ. του γεμίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στον Ησύχ. (λ. γέμος) και σήμ.]
- 1) Πληρότητα: