Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέλασμα το [jélazma] Ο49 : ξεγέλασμα.
[ελνστ. γέλασμα `αιτία γέλιου΄, αρχ. σημ.: `χαμόγελο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γέλασμα το.
-
- 1) Εμπαιγμός, κοροϊδία:
- στέργουν (ενν. οι μοναχοί) τα γελάσματα με την υπομονήν τους (Ιστ. Βλαχ. 1820).
- 2) (Προκ. για πρόσωπο) περίγελως:
- Εσύ, του κόσμου γέλασμα, να στέκεις και να ορίζεις (Ζήν. Α´ 164).
- 3) Απάτη, ξεγέλασμα:
- πολλά το επικράθη εις το γέλασμα ετούτο (Σουμμ., Ρεμπελ. 178).
[αρχ. ουσ. γέλασμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εμπαιγμός, κοροϊδία: