Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάστρα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάστρα η [γástra] Ο25α : πήλινο ή μεταλλικό θολωτό σκεύος με το οποίο, αφού πρώτα το θερμάνουν καλά, σκεπάζουν το ταψί για να ψηθεί από πάνω το φαγητό που είναι μέσα. || βαθύ μαγειρικό σκεύος με καπάκι, συνήθ. οβάλ, μέσα στο οποίο ψήνουν το φαγητό.

[αρχ. γάστρα `δοχείο με φουσκωτή κοιλιά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
γάστρα η.
– Βλ. και γλάστρα.
  • Πήλινο δοχείο, γλάστρα:
    • σπέρνεις λυγερή βασιλικά στην γάστραν (Ερωτοπ. 157).

[αρχ. ουσ. γάστρα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαστραλγία η [γastraljía] Ο25 : (ιατρ.) κοιλιακός πόνος.

[λόγ. < γαλλ. gastralgie < gastr(o)- = γαστρ(ο)- + -algie = -αλγία]

[Λεξικό Κριαρά]
γαστράς ο.
  • Αυτός που κατασκευάζει πήλινα αγγεία:
    • (Χριστ. διδασκ. 65 σημ. 1).

[<ουσ. γάστρα + κατάλ. άς. Η λ. στο LBG και στο Meursius (άδες)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες