Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γάρος ο [γáros] Ο18 : η άρμη των παστών ψαριών.
[αρχ. γάρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- γάρος (I) ο — ‑ον το.
-
- Άρμη:
- γάρον ηδύ λαβών (Ιερακοσ. 4114)·
- το άνθος του γάρου (Ορνεοσ. αγρ. 5317).
[αρχ. ουσ. γάρος ο - μτγν. ‑ον το. Το ουδ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- Άρμη:
[Λεξικό Κριαρά]
- γάρος (II) το.
-
- 1) Άρμη:
- όξος δριμύ … έμβαλε ή γάρος καλόν (Ορνεοσ. αγρ. 54816).
- 2) Είδος σάλτσας από εντόσθια ψαριών:
- κιθαργός οπτούτσικος, ακέραιος, με το γάρος (Προδρ. IV 186).
[μτγν. ουσ. γάρος το. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Άρμη: