Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γάργαρος -η -ο [γárγaros] Ε5 : 1. για τρεχούμενο νερό, το καθαρό, το διαυγές: Γάργαρα νερά. 2. (μτφ.) για φωνή που ακούγεται καθαρή και κρυστάλλινη: Γάργαρο γέλιο / τραγούδι.
[μσν. γάργαρος < γαργαρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.) (δες στο γαργάρα)]