Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γάντζος ο [γándzos] Ο18 : μεταλλική κατασκευή συνήθ. από κυρτό, σκληρό σύρμα που καταλήγει σε αιχμή και που χρησιμοποιείται για την ανάρτηση ή το κρέμασμα διάφορων πραγμάτων· άγκιστρο: Mεταλλικοί γάντζοι.
γαντζάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < βεν. ganzo < αρχ. γαμψός]