Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάμπα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάμπα η [γámba] Ο25α : το σαρκώδες τμήμα στο πίσω μέρος της κνήμης: Έχει ωραίες γάμπες. Οι γάμπες της είναι πολύ χοντρές / αδύνατες. || Mακριές / στραβές γάμπες. γαμπίτσα η YΠΟKΟΡ.

[αντδ. < ιταλ. gamba < υστλατ. camba, gamba `οπλή ζώου΄ < αρχ. καμπή, δωρ. διάλ. καμπά `κλείδωση΄· γάμπ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
γαμπάς ο· καμπάς, (Βυζ. Ιλιάδ. 607καπάς, (Θρ. Κύπρ. 462), (Θρ. Κύπρ. Μ 419).
  • Πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα:
    • Δίχως γαμπά … να πηαίνω ’ς τόπον … χιονισμένο (Βοσκοπ. 417).

[<βεν. gaban. Η λ. (Du Cange) και ο τ. κ‑ σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες