Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάμα το [γáma] Ο (άκλ.) : 1. ονομασία του τρίτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Γ, γ): Kεφαλαίο / μικρό ~. 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα του κεφαλαίου γράμματος Γ: Kαναπές / σύνθετο σε σχήμα ~. || (ειδικότ. ποδ.) το τμήμα της εστίας που βρίσκεται στη συμβολή του οριζόντιου δοκαριού με καθένα από τα δύο κάθετα: M΄ ένα δυνατό σουτ έστειλε την μπάλα στο ~ (της εστίας).

[λόγ. < αρχ. γάμμα (σημιτ. προέλ., πρβ. αραμ. gamlā, εβρ. gāmāl)· αρχ. προφ. [gamma], μετά την ελνστ. εποχή [γamma, γama] · (δες και Γ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαμάτος -η -ο [γamátos] Ε3 : (λαϊκ., για πργ.) που τον θεωρούμε πολύ καλό στο είδος του· γαμιστερός: Πήρα μια μηχανή γαμάτη.

[γαμ(ώ) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες