Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γάλος ο.
-
- Πετεινός (μη ευνουχισμένος· η λ. σε αντιδιαστολή προς το καπόνι. Πβ. και Βλάσση 1998: 72 σημ. 80):
- να μαδήσεις κάπονα, πετεινόπουλο … γή και γάλο (Φορτουν. Ε´ 251).
[<βεν. galo. Η λ. και σήμ. (= κούρκος)]
- Πετεινός (μη ευνουχισμένος· η λ. σε αντιδιαστολή προς το καπόνι. Πβ. και Βλάσση 1998: 72 σημ. 80):