Παράλληλη αναζήτηση
64 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γάλα το [γála] Ο48 γεν. και γάλακτος : 1. παχύρρευστο υγρό, άσπρο ή ελαφρά κίτρινο, που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας και των άλλων θηλυκών θηλαστικών μετά τον τοκετό: Tο μητρικό ~ είναι αναντικατάστατο. Πρόβειο / κατσικίσιο / αγελαδινό ~. Πλήρες / αποβουτυρωμένο / ολόπαχο ~. ~ φρέσκο / εβαπορέ. ~ σκόνη*. ~ του κουτιού, βιομηχανικά συμπυκνωμένο. Ξίνισε το ~. Πίνει πάντα καφέ με ~. (έκφρ.) κατεβάζω* ~. || Aρνάκι / μοσχαράκι / γουρουνάκι του γάλακτος, πολύ μικρό, που ακόμα θηλάζει (συνήθ. για σφάγιο). Bιομηχανία γάλακτος. Kρέμα γάλακτος. Σοκολάτα γάλακτος. || Είναι άσπρη σαν το ~, για γυναίκα με πολύ λευκό δέρμα. ΦΡ και του πουλιού το ~, για μεγάλη ποικιλία και αφθονία φαγητών και ποτών. το στόμα του μυρίζει ~, για κπ. πολύ νέο και άπειρο. μέλι* ~. σαν τη μύγα μες στο ~, για κπ. ή για κτ. που φαίνεται αταίριαστο, που ξεχωρίζει έντονα μέσα σε ένα σύνολο. ΠAΡ Όποιος καεί / κάηκε στο ~ / στο χυλό / στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι*. 2. ο γαλακτώδης χυμός διάφορων φυτών: ~ συκιάς / καρύδας.
γαλατάκι το YΠΟKΟΡ. 1. Πιες το ~ σου, παιδί μου, και ύστερα θα βγεις να παίξεις. 2. γάλα σε συσκευασία που αντιστοιχεί στην ποσότητα που βάζει συνήθ. κάποιος στον καφέ του: Πίνει τον καφέ του με δύο γαλατάκια. [αρχ. γάλα]
- γάλα το· γάλαν· γάλας.
-
- 1) Γάλα:
- (Λίβ. P 740).
- 2) (Μεταφ. με τη λ. μέλι ή τις λ. μέλι και δροσιά) χαρά, ευτυχία:
- άμε και να ’ναι η στράτα σας γάλα, δροσές και μέλι (Θυσ. 398).
- 3) Φρ. ρέω γάλα και μέλι = παρέχω πλούσια αγαθά:
- (Πεντ. Δευτ. VI 3).
- 4) Φρ. ποτίζω κάπ. το μέλι και το γάλα = γίνομαι πηγή ευτυχίας (για κάπ.):
- (Ερωτόκρ. Α´ 2080).
- 5) Ο οπός της συκιάς σε παροιμ. χρ. προκ. για ανύπαρκτη συγγένεια:
- από της συκέας το γάλα εξάδελφον τον λέγει (Συναξ. γυν. 1197).
[αρχ. ουσ. γάλα. Ο τ. ‑ας το 13. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]
- 1) Γάλα:
- γαλαγγάν, άκλ.· γαλαγγάς.
-
- Το ρίζωμα των φυτών Αλπινία της γαλάγγης και Αλπινία η φαρμακευτική, ανατολικής προέλευσης, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή αρωμάτων και φαρμάκων:
- Το δικαίωμαν του γαλαγγά (Ασσίζ. 4909).
[<γαλλ. galanga <μεσν. λατ. galanga <αραβ. khalangān. Για τη λ. πβ. και μεσν. λατ. galingan (Du Cange, Lat., λ. galingar). Πβ. επίσης ουσ. ‑ά τον 6. αι. (DGE). Το αρσ. το 13. αι. (LBG, λ. ‑γκά η). Τ. ‑ά και το αρσ. στο Meursius. Για τη λ. βλ. και LBG, ό.π.]
- Το ρίζωμα των φυτών Αλπινία της γαλάγγης και Αλπινία η φαρμακευτική, ανατολικής προέλευσης, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή αρωμάτων και φαρμάκων:
- γαλαγγάς ο,
- βλ. γαλαγγάν.
- γαλάζιος· γαλάζος· ουδ. γαλάζιν.
-
- Γαλαζοπράσινος, γαλανός:
- κοντάριον … γαλάζιον χρυσωμένον (Διγ. Άνδρ. 31914).
- Το ουδ. ως ουσ. = το γαλάζιο χρώμα:
- εις την ποδέαν σου βένετον, στην ράχην σου γαλάζιν (Πουλολ. 337 κριτ. υπ).
[<επίθ. γαλάιζος (Αχμέτ 17022 κριτ. υπ.) <ουδ. μτχ. γαλαΐζον του μτγν. γαλαΐζω (DGE, LBG) <*καλαΐζω <μτγν. ουσ. κάλαϊς. Ο τ. ‑ζος στον Αχμέτ ό.π. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Γαλαζοπράσινος, γαλανός:
- γαλάζιος -α -ο [γalázjos] Ε4 : 1. που έχει το χρώμα του ανέφελου ουρανού· (πρβ. γαλανός): ~ ουρανός. Γαλάζια θάλασσα. Γαλάζιο φως / χρώμα. Γαλάζιο φόρεμα. 2. (ως ουσ.) α. το γαλάζιο, το γαλάζιο χρώμα. β. τα γαλάζια, για ρούχα με γαλάζιο χρώμα: Tα γαλάζια δε σου πάνε καθόλου. Ήρθε ντυμένη στα γαλάζια. γ. (ιστ.) οι Γαλάζιοι, αρματηλάτες του βυζαντινού ιπποδρόμου, οι οπαδοί τους και η αντίστοιχη πολιτική φατρία· οι Bένετοι.
[ελνστ. κάλαϊς (πολύτιμος λίθος, `τουρκουάζ΄, πρβ. ελνστ. καλάϊνος `γαλαζοπράσινος΄) > ρ. *καλαΐζω, μεε. *καλαΐζων > μσν. γαλαΐζων ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-k > toŋg > γ] ) > *γαλαΐζος (εξομάλ. -ων > -ος, πρβ. γέρων > γέρος) > *γαλάιζος (τροπή του [i] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.) > μσν. γαλάζιος (μετάθ. του ημιφ.: [aιzo > azιo] ) (πρβ. γαλανός)]
- γαλαζοαίματος -η -ο [γalazoématos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) με ειρωνική χροιά, για κπ. που έχει βασιλική, αριστοκρατική καταγωγή, επειδή θεωρείται ότι το αίμα στις φλέβες του δεν είναι κόκκινο αλλά γαλάζιο.
[λόγ. γαλάζ(ιος) -ο- + αιματ- (αίμα) -ος μτφρδ. γαλλ. sang-bleu ή αγγλ. blue blood (από τα ισπαν.)]
- γαλαζοβαμμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που είναι βαμμένος με γαλάζιο χρώμα, γαλάζιος:
- παβιόνια … άσπρα, κόκκινα και γαλαζοβαμμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46818).
[<επίθ. γαλάζιος + μτχ. παρκ. του βάφω. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι βαμμένος με γαλάζιο χρώμα, γαλάζιος:
- γαλαζόπετρα η [γalazópetra] Ο27α : ο θειικός χαλκός. || διάλυμα θειικού χαλκού για το ράντισμα των αμπελιών κατά του περονόσπορου.
[γαλάζ(ιος) -ο- + πέτρα]
- γαλαζοπράσινος -η -ο [γalazoprásinos] Ε5 : που προέρχεται από την ανάμειξη του γαλάζιου και του πράσινου, που βρίσκεται ανάμεσα στο γαλάζιο και στο πράσινο: Γαλαζοπράσινα μάτια. Γαλαζοπράσινα νερά.
[γαλάζ(ιος) -ο- + πράσινος]