Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γάγγραινα η [γáŋgrena] Ο27 : 1. τοπική νέκρωση και σήψη ιστών του σώματος: Έπαθε ~ και του έκοψαν το πόδι. 2. (μτφ.) ό,τι φθείρει και καταστρέφει αργά και προοδευτικά: H ~ του φανατισμού. ~ της ψυχής. H φοροδιαφυγή είναι η ~ της οικονομίας μας.
[λόγ. < αρχ. γάγγραινα]