Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γάγγλιο το [γáŋglio] Ο42 : μικρός σφαιρικός ή ωοειδής συμπαγής σχηματισμός που παρατηρείται στα λεμφοφόρα αγγεία και στα νεύρα: Λεμφικά / νευρικά γάγγλια.
[λόγ. αντδ. < νλατ. ganglion ( [gá-] ) < υστλατ. ganglion ( [gá-] ) < ελνστ. γαγγλίον `κύστη, πρήξιμο΄]