Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βώλος ο.
-
- 1) Μικρή μάζα χώματος, σβώλος:
- (Ιερακοσ. 50326).
- 2) Σφαίρα:
- (Αιτωλ., Μύθ. 582).
- 3) Τμήμα γης:
- (Βίος Αλ. 2330).
- 4) Εκφρ. αρμένικος ή αρμένιος βώλος ή απλώς βώλος = ποικιλία αργίλου με κοκκινωπό χρώμα, σε φαρμακευτική χρήση (ως αιμοστατικό, στυπτικό, κ.ά.):
- (Ιατροσόφ. 883), (Ορνεοσ. 5809‑10), (Ιατροσόφ. 792)·
- βάλε … πηγανέλαιον και βώλον τριμμένον (Σταφ., Ιατροσ. 120).
[αρχ. ουσ. βώλος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μικρή μάζα χώματος, σβώλος: